σεμνώματα

σεμνώματα
σέμνωμα
dignity
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σέμνωμα — τὸ, ΝΜΑ [σεμνῶ] νεοελλ. καθετί για το οποίο καυχιέται κανείς, καύχημα, καμάρι («είναι το σέμνωμα τής πόλης του») μσν. στον πληθ. τὰ σεμνώματα οι μεγάλοι και σπουδαίοι λόγοι αρχ. 1. μεγαλοπρέπεια 2. αξιοπρέπεια 3. κόσμημα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”